αμοιβαδίς

αμοιβαδίς
ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) [ἀμοιβή]
αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμοιβαδίς — by turns indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”